μελισσουργία

μελισσουργία
η (Α μελισσουργία, αττ. τ. μελιττουργία) [μελισσουργός]
η ενασχόληση με τις μέλισσες, η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσοκομία («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτροφία — η η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσουργία, μελισσοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Κ. Φραριέρο] …   Dictionary of Greek

  • μελιττουργία — μελιττουργία, ἡ (Α) (αττ.τ.) βλ. μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • μελουργία — μελουργία, ἡ (Μ) [μελουργός] 1. μουσική σύνθεση, μελωδία 2. παρασκευή μελιού, μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • σμηνουργία — η, ΝΑ [σμηνουργός] νεοελλ. πολλαπλασιασμός τών αποικιών τών μελισσών με τη μετανάστευση τμήματος τού πληθυσμού μιας κυψέλης και τη δημιουργία νέας αρχ. μελισσουργία, μελισσοκομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”